Την επομένη δεν κουνήθηκα, όλη μέρα αναμασούσα τις σκέψεις μου. Σκεφτόμουν την Ιστορία, με κεφαλαία, και τη δική μου ιστορία, τη δική μας. Αυτοί που γράφουν την πρώτη γνωρίζουν τη δεύτερη; Πώς η μνήμη κάποιων συγκρατεί αυτό που άλλοι έχουν ξεχάσει ή δεν το είδαν ποτέ; Ποιος έχει δίκιο, αυτός που είναι αποφασισμένος να μην εγκαταλείψει στο σκοτάδι το παρελθόν ή αυτός που πετάει στη λήθη ό,τι δεν τον βολεύει; Μήπως, για να ζήσεις, για να συνεχίσεις να ζεις, ίσως πρέπει ν’ αποφασίσεις ότι η πραγματικότητα δεν είναι απολύτως αληθινή ή μήπως πρέπει να επιλέξεις μιαν άλλη πραγματικότητα όταν αυτή που έχεις βιώσει σου είναι δυσβάσταχτη; Άλλωστε αυτό δεν έκανα στο στρατόπεδο; Δεν επέλεξα να ζήσω με την ανάμνηση και την προσδοκία της Εμέλια, πετώντας την καθημερινότητά μου στην εξωπραγματικότητα του εφιάλτη; Μήπως η Ιστορία είναι η μέγιστη αλήθεια υφασμένη από εκατομμύρια ξεχωριστά ψέματα, όπως οι παλιές κουβέρτες που έφτιαχνε η Φεντορίν για να μας θρέψει όταν ήμουν παιδί και φαίνονταν καινούριες και πανέμορφες μέσα στο ουράνιο τόξο των χρωμάτων τους, ενώ αποτελούνταν από κουρέλια, ανομοιογενή σχήματα, μαλλιά αμφίβολης ποιότητας κι άγνωστης προέλευσης;

Report Quote Report Quote Report Quote Submit Quote Submit Quote Submit Quote